- ανάνευση
- (I)η (Α ἀνάνευσις) [ἀνανεύω]νεύμα, κίνηση τού κεφαλιού, των ματιών ή τών φρυδιών προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, άρνηση (αντίθ. τού κατάνευση).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνανεύσῃ — ἀνανεύσηι , ἀνάνευσις return fem dat sg (epic) ἀνανέω come to the surface pres part act fem dat sg (epic ionic) ἀνανεύω throw the head back aor subj mid 2nd sg ἀνανεύω throw the head back aor subj act 3rd sg ἀνανεύω throw the head back fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… … Dictionary of Greek